μανάκι(ο)ν

μανάκι(ο)ν
μανάκι(ο)ν, τὸ (Α)
βλ. μανιάκιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγουρομανάκι — το η ελιά που ωριμάζει σιγά σιγά και παρέχει εκλεκτό αγουρέλαιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + μανάκι) …   Dictionary of Greek

  • μανιάκιον — μανιάκιον, τὸ (AM, και Μ μανάκι[ο]ν) [μανιάκης] ο μανιακής* μσν. κόσμημα που φορούσαν γύρω από τον λαιμό ορισμένοι βαθμούχοι τής ιεραρχίας τής βυζαντινής αυλής, περιδέραιο, περιαυχένιο …   Dictionary of Greek

  • Μανάκια, αδελφοί — (Γιάννης Μ., Αβδέλα Γρεβενών, 1878 – Μπίτολα, ΠΔΜ, 1960; και Μίλτος Μ., Αβδέλλα Γρεβενών 1882; –Μπίτολα, ΠΓΔΜ, 1964). Φωτογράφοι και κινηματογραφιστές. Κατάγονταν από μια παλαιά βλαχόφωνη οικογένεια. Ο Γιάννης Μ. τελείωσε το γυμνάσιο στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”